- ἀσυκοφάντητος
- ἀσῡκοφάντητος , ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informersmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυκοφάντητος — η, ο (AM ἀσυκοφάντητος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί αρχ. εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί … Dictionary of Greek
ασυκοφάντητος — η, ο αυτός που δε συκοφαντήθηκε, που έμεινε ακατηγόρητος (με συκοφαντίες): Είχε τέτοιον άθλιο χαραχτήρα, ώστε δεν άφηνε άνθρωπο ασυκοφάντητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυκοφαντητότερον — ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers adverbial comp ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc acc comp sg ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφαντήτως — ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers adverbial ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφάντητον — ἀσῡκοφάντητον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc sg ἀσῡκοφάντητον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλωσσοφάγωτος — η, ο [γλωσσοτρώγω] αυτός που δεν τόν γλωσσόφαγαν, ασυκοφάντητος, ακακολόγητος … Dictionary of Greek
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
ἀσυκοφαντήτους — ἀσῡκοφαντήτους , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφάντητα — ἀσῡκοφάντητα , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)